-
1 обдумать
-
2 додумать
додуматьсов, додумывать несов разг σκέφτομαι ὠριμα γιά κάτι:\додумать до конца τό καλοσκέφτομαι, σκέφτομαι καλά \додуматьси (до чего-л.) διανοούμαι, σκέφτομαι:как можно доду́маться до этого? πῶς εῖνε δυνατόν νά σκεφθεί κανένας τέτοιο πρᾶμα; -
3 взвесить
взвешу, взвесишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взвешенный, βρ: -шен, -а, -о, ρ.σ.μ.1. ζυγίζω, σταθμίζω•взвесить ребенка ζυγίζω το παιδάκι.
2. μτφ. μελετώ, εξετάζω ολόπλευρα, εκτιμώ•взвесить все доводы за и против εξετάζω επισταμένα όλα τα επιχειρήματα υπέρ και κατά•
взвесить свой слово μετρώ τα λόγια μου, σκέφτομαι καλά την κουβέντα μου, πριν την πω.
ζυγίζομαι, σταθμίζομαι.
См. также в других словарях:
καλοστοχάζομαι — καλοστοχάστηκα, καλοστοχασμένος, σκέφτομαι καλά, μελετώ με προσοχή: Δεν καλοστοχάστηκες τις συνέπειες που έχει μια τέτοια πράξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εννοώ — εννόησα, εννοήθηκα, μτβ. 1. έχω στο νου μου, σκέφτομαι, διαλογίζομαι: Εννόησέ το καλά αυτό που άκουσες. 2. κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, εμβαθύνω σε κάτι: Δεν είναι εύκολο να εννοήσουμε τη θεωρία της σχετικότητας. 3. αντιλαμβάνομαι τις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μελετώ — μελέτησα, μελετήθηκα, μελετημένος 1. προσπαθώ να μάθω κάτι με διάβασμα, παρατήρηση ή άσκηση: Μελετώ τους αρχαίους συγγραφείς. 2. ερευνώ κάτι μεθοδικά, επιστημονικά, εξετάζω λεπτομερειακά, παρακολουθώ με προσοχή: Μελέτησε τα ευρήματα των ανασκαφών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)